αιμοπετάλιο

αιμοπετάλιο
(kanda) trombosit

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αιμοπετάλιο — το, ή θρομβοκύτταρο, μικρό, άχρωμο, απύρηνο, συνήθως στρογγυλό έμμορφο στοιχείο τού αίματος, σημαντικό για τον σχηματισμό τού θρόμβου κατά την πήξη τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + πετάλιο απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. blood… …   Dictionary of Greek

  • θρομβοκύτταρο — το βιολ. κύτταρο τού αίματος τών σπονδυλοζώων που συνδέεται λειτουργικά με την πήξη τού αίματος και τον σχηματισμό θρόμβου και το οποίο στα θηλαστικά αντιπροσωπεύεται από το αιμοπετάλιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombocyte <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”